Το Σύνδρομο της Επαγγελματικής Εξουθένωσης (Burnout)

Ο εαυτός μας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής επαγγελματικής διαδικασίας. Η εξάντληση των ψυχικών και σωματικών αποθεμάτων μας οδηγεί σε αδυναμία διατήρησης του προηγούμενου επιπέδου δέσμευσης και ενθουσιασμού στην άσκηση του επαγγέλματός μας.

Το σύνδρομο της επαγγελματικής εξουθένωσης αποτυπώνει την καθημερινότητα των ατόμων στο εργασιακό τους περιβάλλον εκφράζοντας την ψυχοσωματική τους καταπόνηση και την εξάντληση των προσωπικών τους ψυχικών αποθεμάτων.
Το σύνδρομο αυτό δυνητικά μπορεί να επηρεάσει κάθε εργαζόμενο, ξεκίνησε ωστόσο να μελετάται στους χώρους των επαγγελματιών υγείας, όπου και έχουν γίνει παγκοσμίως - και στην Ελλάδα - οι περισσότερες έρευνες, λόγω των ιδιαίτερων σχέσεων φροντίδας και υπευθυνότητας που αναπτύσσονται στο χώρο της υγείας. Ο όρος χρησιμοποιείται για πρώτη φορά το 1974 από το Freudenberg ο οποίος περιέγραψε ένα σύνολο ψυχοσωματικών συμπτωμάτων που εμφανίστηκαν σε επαγγελματίες του χώρου ψυχικής υγείας.

Ο ορισμός του συνδρόμου κατά την Christine Maslach (1982) καθηγήτρια ψυχολογίας,  είναι ο ακόλουθος: «Η απώλεια ενδιαφέροντος για τους ανθρώπους με τους οποίους κάποιος εργάζεται, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής εξάντλησης και χαρακτηρίζεται από συναισθηματική εξάντληση όπου ο επαγγελματίας δεν έχει πλέον καθόλου θετικά αισθήματα συμπάθειας ή σεβασμού για τους πελάτες / ασθενείς / εξυπηρετούμενους».

Η επαγγελματική εξουθένωση θεωρείται ως μια μορφή χρόνιου και παρατεταμένου επαγγελματικού στρες, ως ψυχολογικό σύνδρομο, το οποίο εμφανίζεται ως απάντηση σε διαρκή στρεσογόνα ερεθίσματα του εργασιακού περιβάλλοντος. Κατά συνέπεια, το άτομο προοδευτικά αποδυναμώνεται καθώς αισθάνεται ότι τα ψυχικά αποθέματα που έχει δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσει τους έντονα πιεστικούς παράγοντες της εργασίας του.
Η επαγγελματική εξουθένωση χαρακτηρίζεται από γρήγορη κατανάλωση των ενεργειακών ψυχοσωματικών αποθεμάτων και μείωση των επαγγελματικών επιδόσεων των εργαζομένων, σε σημείο που να αδυνατούν να εξασκήσουν τα επαγγελματικά τους καθήκοντα και να συνδράμουν εκείνους που έχουν ανάγκη τις υπηρεσίες τους. Η επικινδυνότητα της εξουθένωσης έγκειται στο γεγονός ότι δεν διαρκεί για μια σύντομη χρονική περίοδο αλλά είναι μια παρατεταμένη διαδικασία που τελικά οδηγεί στο «ολοκληρωτικό κάψιμο», δηλαδή την εξάντληση των αποθεμάτων ενέργειας του εργαζόμενου.
Η επαγγελματική εξουθένωση προκαλεί φυσικές και πνευματικές διαταραχές, ψυχοπαθολογικά, ψυχοσωματικά και σωματικά συμπτώματα, καθώς και συμπτώματα κοινωνικής δυσλειτουργίας. Ως αποτέλεσμα της εξουθένωσης, τα άτομα χάνουν την ικανοποίηση και την ποιότητα ζωής τους, χάνουν την αίσθηση της επαγγελματικής δραστηριότητας και ικανότητας ενώ παράλληλα χάνουν την συναισθηματική τους ευαισθησία.


Αναλυτικότερα, στην επαγγελματική εξουθένωση διακρίνονται τριών ειδών επιπτώσεις:
 
1. Στην ψυχική και σωματική υγεία. Τα άτομα παρουσιάζουν κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, αϋπνίες ή υπνηλία, πονοκεφάλους, σωματική εξάντληση και αίσθημα κόπωσης,  γαστρεντερικά προβλήματα  και αύξηση ή μείωση βάρους. Σε γνωστικό επίπεδο μπορούν να παρουσιάσουν έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης, ονειροπολήσεις, σκέψεις απόρριψης και αίσθηση μειωμένης απόδοσης και προσωπικών επιτευγμάτων.
2. Στις διαπροσωπικές σχέσεις. Τα άτομα είναι πιθανό να παρουσιάσουν επιδείνωση στις σχέσεις με τους συναδέλφους τους στον εργασιακό χώρο αλλά και τις οικογενειακές και κοινωνικές τους σχέσεις.
3. Στην εργασιακή συμπεριφορά. Τα άτομα είναι πιθανό να παρουσιάσουν μεγαλύτερο βαθμό δυσαρέσκειας, απώλεια ενδιαφέροντος και κινήτρου για την εργασία, μεγαλύτερο αριθμό απουσιών, μεγαλύτερη τάση για αλλαγή θέσης εργασίας ή επαγγέλματος και αίσθηση μηχανικής εκτέλεσης εργασιακών καθηκόντων.




Παράγοντες που επηρεάζουν (ατομικοί και εργασιακοί):

  • Χαρακτηριστικά προσωπικότητας: η «εικόνα» του άριστου και υπεύθυνου επαγγελματία, οι υψηλές προσδοκίες από τον εαυτό μας και το πλαίσιο στο οποίο εργαζόμαστε, οι δυσλειτουργικές στρατηγικές αντιμετώπισης των προβλημάτων - π.χ. αποστασιοποίηση, χρήση καπνού και αλκοόλ.
  • Τα σκαμπανεβάσματα της δουλειάς λόγω νέων απαιτήσεων, κοινωνικών αλλαγών, οικονομικών περιορισμών.
  • Η μείωση των αμοιβών σε συνδυασμό με την αύξηση των απαιτήσεων καθημερινής διαβίωσης.
  • Το κακό εργασιακό κλίμα που προωθεί την ανταγωνιστικότητα και τη μη εκδήλωση αρνητικών συναισθημάτων, η έλλειψη άμεσης και αποτελεσματικής επικοινωνίας, η έλλειψη αυτονομίας.
  • Οι συγκεχυμένες δραστηριότητες και η έλλειψη ορίων.
  • Η ανεπάρκεια σε προσωπικό, η πίεση χρόνου, ο φόρτος εργασίας.

       Πρόληψη – Αντιμετώπιση

  • Αναγνώριση των συμπτωμάτων – ενδείξεων από τον ίδιο  τον επαγγελματία.
  • Καλή επικοινωνία με τους συναδέλφους για το πώς λειτουργούν οι υποομάδες, η ανταγωνιστικότητα και οι συγκρούσεις που δεν επιλύονται.
  • Διεκδικητική συμπεριφορά  - εκφράζω το πώς νιώθω άμεσα, με ευγένεια, αλλά και δίνοντας έμφαση στο τι με ενόχλησε, τι επιθυμώ να αλλάξει και πώς.
  • Ξεκάθαροι ρόλοι και όρια.
  • Διατήρηση ρεαλιστικών προσδοκιών από τον εαυτό μας, το πλαίσιο και τους συναδέλφους, καθώς φτάνουμε σε εξάντληση όταν κυνηγάμε μη ρεαλιστικούς και ανεδαφικούς στόχους  - επανεκτίμηση προσωπικών στόχων και προσδοκιών, αν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
  • Ανεπτυγμένο κοινωνικό δίκτυο - φίλοι, συνάδελφοι με τους οποίους να μπορώ να συζητώ για τα προβλήματα της δουλειάς, να ακούω εναλλακτικές λύσεις, αλλά κυρίως να με βοηθούν να αποσπάσω την προσοχή μου όταν στρέφεται αποκλειστικά στα θέματα της δουλειάς.
  • Ενδιαφέροντα και δραστηριότητες εκτός εργασίας.
  • Εποπτεία από ειδικό αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα ή από πιο έμπειρους συναδέλφους που εμπιστεύομαι τη γνώμη και την κρίση τους.
  • Αυτοφροντίδα - καλός ύπνος, συχνά και υγιεινά γεύματα, σωματική άσκηση, περιορισμός αλκοόλ και καπνίσματος, ευχάριστες δραστηριότητες, χαλάρωση, αυτογνωσία -  αναγνώριση της κόπωσης και των δύσκολων καταστάσεων στην προσωπική ζωή που μπορεί να επηρεάσουν στον επαγγελματικό ρόλο μου, π.χ. οικογενειακά προβλήματα.

Κλείνοντας είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι από τη μία η αλλαγή στάσης πρέπει να είναι ατομική, αλλά ταυτόχρονα πολλά πράγματα εξαρτώνται από τις ευρύτερες συνθήκες και το πλαίσιο εργασίας,  το οποίο ο καθένας μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα να το αλλάξει. Επομένως, έμφαση δίνεται για άλλη μια φορά στην αυτογνωσία και την αυτοφροντίδα, αλλά και στις ρεαλιστικές προσδοκίες που πρέπει να υπάρχουν όσον αφορά τις συνθήκες μέσα στις οποίες κάθε επαγγελματίας καλείται να ασκήσει το έργο του. 


Μπουμπούλη Αγγελική
        Ψυχολόγος