Η μετάβαση του παιδιού από το σπίτι στο σχολείο

Η μετάβαση από το σπίτι στο σχολικό περιβάλλον είναι μια νέα, αλλά και δύσκολη διαδικασία για το παιδί. Στο σπίτι είναι το επίκεντρο της προσοχής, βρίσκεται στο δικό του περιβάλλον, έχει τα δικά του παιχνίδια, ενώ στο σχολείο (είτε παιδικό σταθμό ή νηπιαγωγείο) είναι ένα νέο και πλούσιο περιβάλλον με νέα ερεθίσματα, παιδιά, παιχνίδια που μοιράζονται από όλους, συμπεριλαμβανομένης και της προσοχής του δασκάλου.

Η είσοδος στο σχολείο αποτελεί ορόσημο στη ζωή του παιδιού γιατί απομακρύνεται από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, στο χώρο σχολείου και των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων. Ταυτόχρονα, η κοινωνικοποίηση του πραγματοποιείται εκτός από τους γονείς και από τη σχολική κοινότητα. Στη  διάρκεια της σχολικής ηλικίας, διαδραματίζονται σημαντικές μεταβολές στον τομέα της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού, καθώς από τη μία αλλάζει το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο δρα και αλληλοεπιδρά το παιδί και από την άλλη αλλάζουν τα κίνητρα και οι αναπτυξιακές επιδιώξεις τού. Πλέον το παιδί αποκτά τη διττή ιδιότητα του μαθητή και συμμαθητή που προϋποθέτει υιοθέτηση νέων μορφών διαπροσωπικής και ευέλικτων τρόπων κοινωνικής, συνδιαλλαγής. Θα πρέπει να αναπτύξει κάποιες νέες δεξιότητες για να επιβιώσει, όπως η ικανότητα για επικοινωνία, η συνεργατικότητα και η διεκδικητικότητα. 

Καθώς το παιδί στο σχολείο συμμετέχει ενεργά σε κοινές δραστηριότητες με άλλα παιδιά, εντάσσεται σε ομάδες συνομηλίκων, που είναι κυρίως ομάδες παιχνιδιού, μέσα από τις οποίες τα παιδιά αποκτούν συντρόφους με περίπου ίδιες ικανότητες, δεξιότητες και ενδιαφέροντα, έχουν ευκαιρίες, για ισότιμη συμμετοχή και δίκαιο ανταγωνισμό, μαθαίνουν γνώσεις και δεξιότητες, αντιμετωπίζουν καταστάσεις και βιώνουν ψυχικές ικανοποιήσεις που δεν μπορούν να αντλήσουν από την επαφή με ενήλικες. Οι ομάδες των συνομηλίκων είναι και ομάδες αναφοράς, προς τις οποίες το παιδί προσβλέπει για πρότυπα συμπεριφοράς, αναπτύσσοντας έτσι φιλίες που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για το παιδί.
Έτσι, η συμμετοχή του στο σχολείο θα λειτουργήσει ως παράγοντας ομαλοποίησης τυχόν ακροτήτων στη συμπεριφορά των γονέων και το νέο περιβάλλον θα δώσει ευκαιρία για νέα αντίληψη του εαυτού και της προσωπικής αξίας, μέσα από την κοινωνική σύγκριση.

Μία πολύ σημαντική περίοδος για την είσοδο του παιδιού στο χώρο του σχολείου είναι η περίοδος προσαρμογής, η οποία συχνά διαρκεί μέχρι τα Χριστούγεννα, ενώ και μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων ίσως και πάλι να απαιτηθεί χρόνος προσαρμογής στον πιο οργανωμένο τρόπο ζωής του σχολείου και τη συνήθεια να αποχωρίζεται το σπίτι και τους γονείς του.  

Ένα συχνό φαινόμενο στην αρχή της σχολικής χρονιάς και συνηθισμένο στην προσχολική ηλικία είναι το άγχος του αποχωρισμού. Χρονικά προσδιορίζεται από τον 18ο μήνα, όπου το παιδί αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη μονιμότητα των αντικειμένων, ότι δηλαδή ό,τι χάνεται από το οπτικό του πεδίο δεν εξαφανίζεται, αλλά μπορεί να επανέλθει, και συνήθως ολοκληρώνεται στα 6 έτη. Το άγχος αποχωρισμού είναι φυσιολογικό στη βρεφική ηλικία. Επίσης το συναντάμε σε ήπια μορφή που δεν δημιουργεί πρόβλημα στα παιδιά που πηγαίνουν για πρώτη φορά σε παιδικό σταθμό. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και αργότερα, στην παιδική ηλικία, σαν προσαρμοστική απάντηση σε στρεσογόνα γεγονότα. Θεωρούμε ότι είναι σοβαρό, όταν τα συμπτώματα προκαλούν σημαντική δυσφορία στο παιδί και εμποδίζει την καθημερινή του λειτουργία στο σπίτι ή στην τάξη. Η συχνότητα είναι ίδια σε αγόρια και κορίτσια.


Το άγχος αποχωρισμού χαρακτηρίζεται από αγχώδη συμπτώματα που κυμαίνονται ανάμεσα στο άγχος αναμονής και την ανησυχία και σε έντονα επεισόδια πανικού, κατά τον αποχωρισμό από τους γονείς ή άλλα αγαπημένα πρόσωπα. Τα παιδιά εμφανίζουν ως κύριο σύμπτωμα τη σχολική άρνηση ή σωματικά ενοχλήματα (όπως κοιλιακά άλγη, αίσθημα παλμών). Άλλα σημάδια μπορεί να είναι μη ρεαλιστικοί φόβοι ότι θα πάθει κάτι κακό ο γονιός ή κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, άρνηση να κοιμηθεί χωρίς αυτόν με τον οποίον είναι δεμένο, εφιάλτες με περιεχόμενο σχετικό με τον αποχωρισμό, έντονη αντίδραση την ώρα του αποχωρισμού ή τρόμος και μεγάλη επιθυμία να επιστρέψει στο σπίτι ή να επικοινωνήσει με τους γονείς.


Σημασία στη διαχείριση του άγχους αποχωρισμού έχει η διαδικασία αποχώρησης/ αποχαιρετισμού από το παιδί. Πολλοί γονείς επιλέγουν να φεύγουν στα κρυφά, όταν το παιδί είναι απασχολημένο, προκειμένου να αποφύγουν να το αναστατώσουν. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει στο παιδί την αγωνία, αν ο γονέας θα επιστρέψει ή να το εμποδίσει να συγκεντρωθεί στη δραστηριότητα ή στο παιχνίδι, καθώς θα πρέπει να έχει την προσοχή του στραμμένη στην άφιξη ή αναχώρηση του γονέα.

Επίσης, υπάρχουν παιδιά που φαίνεται σαν να φεύγουν χωρίς να κοιτάξουν καν πίσω τους, χωρίς να αποχαιρετίσουν. Αυτό μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι διαχειρίζονται πολύ καλά τον αποχωρισμό, ενώ η στάση αυτή μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο. Το να αποφεύγει να μπει στη διαδικασία του αποχαιρετισμού μπορεί να σηματοδοτεί μια δυσκολία του παιδιού να διαχειριστεί την απομάκρυνση  και ότι ο αποχωρισμός είναι τόσο δύσκολος και επώδυνος που ο μόνος τρόπος είναι να γυρίσει την πλάτη του, σαν να ελέγχει εκείνο τη διαδικασία.

Τα περισσότερα παιδιά μετά από κάποια περίοδο, συνήθως μπορούν να  ασχολούνται σταδιακά περισσότερο με τις δραστηριότητες του σχολείου και μπορούν να παίρνουν μέρος καθ’όλη τη διάρκεια της μέρας στο πρόγραμμα του σχολείου. Είναι συνηθισμένο και ένα παιδί που έχει προσαρμοστεί να αισθάνεται περισσότερο την απουσία των γονέων τις πιο ήσυχες στιγμές στο σχολείο, όπως όταν διαβάζουν ένα παραμύθι, όταν τρώνε ή κοιμούνται.

Τυχόν δυσκολίες προσαρμογής στο σχολείο έχουν να κάνουν με έλλειψη απαιτούμενης σχολικής ετοιμότητας, ελαφρές ή σημαντικές αναπτυξιακές αποκλίσεις και το σύμπτωμα της σχολικής φοβίας. Αυτό μπορεί να εκδηλωθεί με απροθυμία, διστακτικότητα, άρνηση να πάει σχολείο, εκρήξεις θυμού, επιθετικότητα, υπερκινητικότητα, άρνηση και ιδιοτροπίες στο φαγητό, ψυχοσωματικές διαταραχές όπως εμετούς, πονοκεφάλους, κοιλόπονους, ενούρηση. Η σχολική φοβία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε περίοδο της φοίτησης και αποτελεί εκδήλωση άγχους αποχωρισμού από την οικογένεια.

Μπορεί ένα σύμπτωμα να είναι μεταβατικής φύσεως και να εξαφανιστεί από μόνο του. Ωστόσο, η μεγάλη συχνότητα εμφάνισης του συμπτώματος, η εμφάνιση και άλλων συμπτωμάτων, ο βαθμός απόκλισης του συμπτώματος από το φυσιολογικό, η ένταση του συνοδευτικού συναισθήματος, η αδυναμία αποφυγής του συμπτώματος, θα πρέπει ίσως να μας ανησυχήσει και καλό θα ήταν να ζητήσουμε τη συμβουλή κάποιου ειδικού.


Μπουμπούλη Αγγελική
     Ψυχολόγος